- ηχήεις
- -εσσα, -εν (Α ήχήεις, -εσσα, -εν)αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηχή + -ήεις (πρβλ. αυδ-ήεις < αυδή)].
Dictionary of Greek. 2013.